- λαμαρκισμός
- οβιολ. εξελικτική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Γάλλο φυσιοδίφη Λαμάρκ, σύμφωνα με την οποία, πρώτον, η ανάγκη δημιουργεί το απαραίτητο όργανο ενώ η χρήση τό δυναμώνει και τό αυξάνει και η αχρηστία επιφέρει την ατροφία και, τελικά την εξαφάνισή του, και δεύτερον, οι χαρακτήρες που αποκτήθηκαν υπό την επίδραση τών περιβαλλοντικών συνθηκών μεταβιβάζονται στους απογόνους τών έμβιων όντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lamarckisme < όν. τού J. Β. de Monet Lamarck, Γάλλου βοτανολόγου, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία. Η λ., στον τ. Λαμαρκκισμός, μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Βάλβη].
Dictionary of Greek. 2013.